καζάζης

καζάζης
ο (Μ καζάζης)
μεταξουργός, μεταξοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kazaz].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Καζάζης, Ιωάννης — (Θεσσσαλονίκη 1947 –). Καθηγητής πανεπιστημίου, φιλόλογος και συγγραφέας. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (κλασική φιλολογία και λεξικογραφία) και μετεκπαιδεύτηκε σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ. Σταδιοδρόμησε… …   Dictionary of Greek

  • Pomaken — (bulgarisch помак/pomak, Pl. помаци/pomazi, amtliche Bezeichnung in Bulgarien българи мохамедани, zu dt. „Bulgaro Mohammedaner“; griechisch πομάκος, πομάκοι) sind eine Ethnie umstrittener Herkunft und Ethnizität, deren Angehörige… …   Deutsch Wikipedia

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”